|
двуногий #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово двуногий? — δίποδος как с (ново)греческого переводится слово δίποδος? — двуногий — άμπωτις — υπερμέτρωψ — αλληλοδιδασκαλία — ταβερνίτσα — στείρωση — σηροτροφικός — ιλαροτραγωδία — θεογνωσία — μονοκύτταρος — αλυσοδένω — προτονίς — εξής — χαμάδα — κουτσομάγαζο — πρωτυτερινός — Παράκλητος — φιλοφρόνηση — έρμαιο — ατράνευτος — κοπελλούδι — ελευθερόστομος |
|||