Новогреческий словарь
κωματώδης
κωματώδης
мед.
коматозный
;
~ κατάσταση — коматозное состояние
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
коматозный
? —
κωματώδης
как с
(ново)греческого
переводится слово
κωματώδης
? — коматозный
#
(ново)греческий словарь
—
διευθέτηση
—
γής
—
λείαντρον
—
ολιγογράμματος
—
ανάγλυφη
—
σκόρπια
—
κυνοκέφαλος
—
ευφράδεια
—
βιλαγέτιον
—
κουνουπιέρα
—
ηλεκτροφώτισις
—
αποβολίδωση
—
ραφτικά
—
ωμότητα
—
συνεδριάζω
—
μακρινός
—
χεζάς
—
σιωνισμός
—
δίστιγμο
—
ανυπερνίκητος
—
κατευοδώνω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,