|
το уменьш. от θυμάρι (бот. тимьян, чебрец ) ; === στά ~ια — на кладбище #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово θυμαράκι? — — αναθύμημα — παπαρδέλας — γλαρώνω — θέμα — γαύρα — βατός — φουρκισμένος — ραχίτιδα — αχειρίδωτος — ικτερικός — ανακεφαλαίωση — αυτοδιδαχή — στατιστική — παραδοσιαρχία — ανιχνεύω — παρασούσουμος — λύτρωμα — βουτηξιά — υπεργλυχαιμία — παρουσιάζομαι — επέβην |
|||