|
не имеющий порта, гавани, причалов #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово не имеющий порта? — ανορμος как на (ново)греческом будет слово гавани? — ανορμος как на (ново)греческом будет слово причалов? — ανορμος как с (ново)греческого переводится слово ανορμος? — не имеющий порта, гавани, причалов — ανθεκτικός — σεισμογένεση — τάς-κεμπάπ — ιδιολάτρης — γαγκάβα — βελάδα — κωλοπαιδαράς — υποτιμώμαι — παραπονεύομαι — βαλανοειδής — σκολιότητα — μεταξοσκωληκοτροφικός — σκιαξάρης — αεροθλίπτης — ντρέντνωτ — ολιγωρώ — ακταία — μητροφονία — απογειώνομαι — ασχολούμαι — κυνηγώ |
|||