|
говорящий на просторечном языке #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово говорящий на просторечном языке? — χυδαιολόγος как с (ново)греческого переводится слово χυδαιολόγος? — говорящий на просторечном языке — αλληλοεξάρτηση — επιταυτού — σιδεράδικο — πορσελλάνη — βαλτοθάλασσα — αποτροπιασμός — ραδιο- — ακεραμίδωτος — σκουληκιασμένος — σμεουρδιά — φύσιγγας — λεξικός — μώλωμα — ενίσταμαι — τριφωνία — διαβατάρης — τετραμηνία — αρχετυπικός — οικογενειάρχης — καλαθοσφαίριση — σπανάκι |
|||