Новогреческий словарь
παρακέντηση
παρακέντηση
η мед.
прокол, пункция
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
прокол
? —
παρακέντηση
как на
(ново)греческом
будет слово
пункция
? —
παρακέντηση
как с
(ново)греческого
переводится слово
παρακέντηση
? — прокол, пункция
#
(ново)греческий словарь
—
αφαιρέσιμος
—
προστυχεύω
—
σπλαχνικός
—
αποτύφλωση
—
ξεφόρτωτος
—
σολομωνική
—
απόγιομα
—
ρεβιθόσουπα
—
εμποδίζω
—
ρατσιστικά
—
χαμηλομάτης
—
απανεμιά
—
κατακυρίευση
—
βελτίωση
—
είθισται
—
ξεσαμαρώνω
—
κοιλόκυρτος
—
επικτηνίατρος
—
ορχήστρα
—
αποτριχωτικός
—
ταβερνάκι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве