|
ο 1) креол; 2) мулат #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово креол? — κρεολός как на (ново)греческом будет слово мулат? — κρεολός как с (ново)греческого переводится слово κρεολός? — креол, мулат — φλανέλλα — ελαιοφυής — κανάκια — ανάκακος — αντίσταση — παντού — νεκρόδειπνος — δημοπρόβλητος — εκμίσθωση — διορώ — αντιφεμινιστικός — παραδειγματίζομαι — ευπροσηγορία — καλλικάντζαρος — μελλοθάνατος — εξαιρετικά — κρεατικός — Εβραίος — αρράπιστος — αλησμόνητος — ομορφάντρας |
|||