Новогреческий словарь
κρεολός
κρεολός
ο 1)
креол
;
2)
мулат
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
креол
? —
κρεολός
как на
(ново)греческом
будет слово
мулат
? —
κρεολός
как с
(ново)греческого
переводится слово
κρεολός
? — креол, мулат
#
(ново)греческий словарь
—
αναπνεύσιμος
—
ηγγέλθην
—
κατατρεγμός
—
ανάλογο
—
ευειδής
—
απαρατήρητος
—
γαλακτοφόρος
—
ηρεμία
—
έπεσα
—
έγκρυπτος
—
απολίθωμα
—
οπτιμισμός
—
κλείδωμα
—
γαλβανοτεχνική
—
δάφνη
—
σατυρίαση
—
ησκιερός
—
ημίπαυση
—
ιδιάζων
—
αστόμωτος
—
αφοδευτήριο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,