Новогреческий словарь
απροετοίμαστος
απροετοίμαστ|ος
неподготовленный; неготовый
;
βρίσκω κάποιον ~ον — заставать (__кого-л.__) врасплох
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
неподготовленный
? —
απροετοίμαστος
как на
(ново)греческом
будет слово
неготовый
? —
απροετοίμαστος
как с
(ново)греческого
переводится слово
απροετοίμαστος
? — неподготовленный, неготовый
#
(ново)греческий словарь
—
εφυάλωμα
—
πλουτοφόρος
—
ακάθεκτος
—
αλγόριθμος
—
παγωμένος
—
σφαίρισις
—
ηλεκτροακουστικός
—
φόδρα
—
αγαθοποιία
—
καταχωρώ
—
νυχτοστρατοκόπος
—
ραβδάκι
—
καρδάρι
—
αγγλική
—
τετρακέφαλος
—
γουρλού
—
πατριαρχία
—
πισσόστρωση
—
βλαπτικώς
—
φθορά
—
ανθοκήπι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,