|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово τελεσίδικα? — — γνωριζούμενος — ξεμασκάλισμα — νεωτερισμός — τεκτονικός — ρευστό — στομφώδης — αχρονολόγητος — ομόδειπνος — κοιμήσης — αυτοκαταστροφή — εκχερσώνω — αποκλαμός — αλεπτούργητος — αερογράφος — προϋπηρεσία — αλευρικό — κοντραμπάσο — ανεκεφαλιά — φωτοζιγκογρσφία — λιμενικός — αρριβίστας |
|||