Новогреческий словарь
ύδνο
ύδνο
το бот.
трюфель
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
трюфель
? —
ύδνο
как с
(ново)греческого
переводится слово
ύδνο
? — трюфель
#
(ново)греческий словарь
—
κηρόπιττα
—
υδρομετρία
—
αναταράζω
—
βραδάκι
—
υδατογραφικός
—
στάζω
—
κβο-βάντις
—
αγγίζω
—
ναυτίλος
—
παραγωγικός
—
κοντοβολεύω
—
ξεπουλάω
—
ανους
—
αυτοθιγενής
—
οινόπνευμα
—
άσχετος
—
βενζινοκινητήρας
—
άρπαγος
—
κατά μόνας
—
ισοφάριση
—
διεκπνοή
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве