|
шарлатанский; знахарский #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово шарлатанский? — κομπογιαννίτικος как на (ново)греческом будет слово знахарский? — κομπογιαννίτικος как с (ново)греческого переводится слово κομπογιαννίτικος? — шарлатанский, знахарский — αναύξητα — σκιρρωνοζέφυρος — τσιμούχα — διατομικός — πρήσκω — αμφίαλος — νεανίδα — απογλυκαίνω — βάσταξ — διαβολικά — αμυγδαλόσχημος — ξεσφίγγομαι — φαγανός — βλοσυρότητα — χοντροφτιαγμένος — φεγγοβολιά — ελευθεριάζων — περίπολος — σκουπιδιάρα — υποζευγνύω — εθιμοτυπία |
|||