|
ο превосходительство (при обращении) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово превосходительство? — εξοχώτατος как с (ново)греческого переводится слово εξοχώτατος? — превосходительство — μυελός — αδάγκωτος — ξεμολογιούμαι — παγκοσμιοποιώ — αιμοποσία — μακροχρόνος — διοικήτρια — πρήσμα — αστακόσουπα — κύβος — αραπόσυκο — ξακόσια — καταχέζω — πελέκι — ξεσβέρκωμα — κλειδοκράτης — ακτινεργία — κατατρυπώμαι — τακτοποιούμαι — ανεπικύρωτος — ολοταχώς |
|||