|
фаталистический #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово фаталистический? — μοιροκρατικός как с (ново)греческого переводится слово μοιροκρατικός? — фаталистический — σωφρονιστής — συμβιβασμένος — διάγλυμμα — παραπετώ — ανεπαίνετος — λευκόρροια — πέθαμα — ωοπλασία — σβηστικό — πρηνηδόν — έκρηξη — κάκοσμος — δόγα — αντιφιλοδοξώ — ωτίον — οργανωτικός — ακαματωσύνη — ακτινοσκοπία — αναβαπτισμένος — εξαωδία — κομπέρ |
|||