ανάγλυφο

формы словаβ
ανάγλυφο
το 1) барельеф;
2) рельеф



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово барельеф? — ανάγλυφο
как на (ново)греческом будет слово рельеф? — ανάγλυφο
как с (ново)греческого переводится слово ανάγλυφο? — барельеф, рельеф


αποτροπιαστικόςμιλιάσιτώμετροκήριονπλειοψηφίαογκωνούμαιηλεκτρομεταλλουργίαφλογοβολώαποθηριώνωγρύφοναςαστερακάνθιονορκοδοσίαεισβαίνωακορνίζωτοςχαμαιζηλίαελληνιστικόςαπατεωνίσκοςπολυθεσίτισσαξεσκάωμεταξοσκωληκοτρόφοςγραφειοκράτις




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit