|
το 1) барельеф; 2) рельеф #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово барельеф? — ανάγλυφο как на (ново)греческом будет слово рельеф? — ανάγλυφο как с (ново)греческого переводится слово ανάγλυφο? — барельеф, рельеф — αποτροπιαστικός — μιλιά — σιτώ — μετροκήριον — πλειοψηφία — ογκωνούμαι — ηλεκτρομεταλλουργία — φλογοβολώ — αποθηριώνω — γρύφονας — αστερακάνθιον — ορκοδοσία — εισβαίνω — ακορνίζωτος — χαμαιζηλία — ελληνιστικός — απατεωνίσκος — πολυθεσίτισσα — ξεσκάω — μεταξοσκωληκοτρόφος — γραφειοκράτις |
|||