|
(-εως) η черенкование #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово черенкование? — καταμόσχευσις как с (ново)греческого переводится слово καταμόσχευσις? — черенкование — συγκαταβαίνω — κανναβόσχοινο — πρόσχωση — ξεκαπιστρώνω — ροδόξιδο — εδεπά — εικοσαήμερο — σύριγγα — πυρπολικό — αμάθευτος — μεταπλάθω — ελαιοφυτεία — ασβεστοκονία — ανορθώτρια — ωστήρας — ξεψείρισμα — μιζέρια — ντούρος — σπούργιτας — κερασής — αγορητής |
|||