|
η водосточный жёлоб, водосток #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово водосточный жёлоб? — υδρόρροια как на (ново)греческом будет слово водосток? — υδρόρροια как с (ново)греческого переводится слово υδρόρροια? — водосточный жёлоб, водосток — βαθρακοταντανίζομαι — αυτοκυβέρνητος — βιρτουόζος — εμπότισμα — σαρανταρίζω — αχειραφέτητος — κρηνίδα — ανυστέρητος — σκιέρ — χτιστικά — εξαργυρώνω — πλήγμα — παλαντσάρω — χαζίρι — επίκληρος — αντιπερνώ — μονωτήρας — αεριτζής — αλγεβριστής — εξαϋλωτικός — ερωμένος |
|||