|
дающий, предоставляющий #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово дающий? — δοτικός как на (ново)греческом будет слово предоставляющий? — δοτικός как с (ново)греческого переводится слово δοτικός? — дающий, предоставляющий — μή με λησμονεί — εθναρχία — στανιό — πολύκαρπος — ηπατίτιδα — ετερομορφισμός — ατιμωτικά — αζούπιγος — αρμοδιότητα — πούληση — ευάρμοστος — επιδρώ — μεταβιβαστικός — κουτρουβάλα — φάρσωμα — ριμαδόρα — κορφιάς — ελαιακόνη — ξερράβω — παράγκα — πρόβειος |
|||