|
конопатить #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово конопатить? — διανάττω как с (ново)греческого переводится слово διανάττω? — конопатить — οξειδώνω — ασύντακτος — αντιπροσωπεύω — μαστροπεύω — καθεκλοποιία — σταράτα — τσιφούτισσα — λάφρος — εξοχάδα — δυσειδής — ιμάς — γενικεύω — κομψοτέχνις — αναψυχή — ανάληθος — δαπανώ — βραχέως — αναφλέγω — ανατροχάζω — εξέλικτρον — γυμνιστής |
|||