αποδεδειγμένα

формы словаβ
αποδεδειγμένα



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово αποδεδειγμένα? —


δεξιόχειραςεγγλέζοςβουρλιάζωχρυσόμυγαέμφραγμαανεκέφαλοςσύγκρισηδιεκπρίωλόγιααραβοποίκιλμαδεντρόψειραπογκρόμπιέταγαστρεντερολογίαψάρευμαδαυλίβρουκόλακαςκυματοθραύστηςγεννώσυγκαλώαπίσχναση




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit