|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αποδεδειγμένα? — — δεξιόχειρας — εγγλέζος — βουρλιάζω — χρυσόμυγα — έμφραγμα — ανεκέφαλος — σύγκριση — διεκπρίω — λόγια — αραβοποίκιλμα — δεντρόψειρα — πογκρόμ — πιέτα — γαστρεντερολογία — ψάρευμα — δαυλί — βρουκόλακας — κυματοθραύστης — γεννώ — συγκαλώ — απίσχναση |
|||