|
чокаться #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово чокаться? — τοκάρω как с (ново)греческого переводится слово τοκάρω? — чокаться — σπονδύλωση — χαράδρα — καζάντισμα — φάραγξ — ταχύπτερος — δραγατσά — εμψυχωτικός — εξακουστός — αναμιγνύομαι — ογλήγορος — σαλονίτικος — βραστήριον — κάρωση — καταδότρια — επανάψυξις — σφήνωση — αρχικλέφτρα — ιδιότυπος — γαϊδουροκυλίστρα — βαθιοπράσινος — υπόηχος |
|||