|
το остаток #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово остаток? — λείμμα как с (ново)греческого переводится слово λείμμα? — остаток — δημευτικός — στρυφνότητα — εστιώ — χιλιάρικος — κώνωψ — αρδευτός — πλιατσικολόγος — ταράζομαι — παραπληγία — αστυφυλακή — ανικανοποίητο — κεραμικός — λησμονιάρης — καθοσιώνω — νομάρχης — κράτιστος — περίσσιος — ακλωνος — μπλόφα — χρυσοποικιλτικός — αδήριτος |
|||