Новогреческий словарь
μανίτσα
μανίτσα
η
мамочка
;
~ μου — золотце моё, дорогая моя
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
мамочка
? —
μανίτσα
как с
(ново)греческого
переводится слово
μανίτσα
? — мамочка
#
(ново)греческий словарь
—
χλόϊσμα
—
αποφαγωμένος
—
παραφθαρμένος
—
εναγκάλισμα
—
γλεντοβολάω
—
πόταμος
—
αθυτος
—
ξινούτσικος
—
λεπτοκαρυά
—
αποκοττιά
—
δακρυδόχος
—
καμπανίζω
—
αγναντώ
—
γυμνόστερνος
—
ζαφειρόπετρα
—
αξεδίψαστος
—
διαφωνώ
—
αντίλαμπρο
—
υποβρυχιακός
—
σεισοπυγίς
—
ανανάριστος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве