|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово τροχόσπιτο? — — προγκίζω — σκούριασμα — σηκωμός — αμφιδέξιος — χρονογραφία — εκηβόλος — ηλιοθρεμμένος — πολίτης — εφιστώ — πλοίο — διχοτόμηση — αχρηστεύω — λώβη — ανοικτιρμοσύνη — ανακατονκίζω — σελάχι — νυχτοπαρωρίτρα — απού — λάμπα — ολομέλεια — αταρίχευτος |
|||