|
η 1) раздражение; 2) возбуждение (у животных) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово раздражение? — αγγριση как на (ново)греческом будет слово возбуждение? — αγγριση как с (ново)греческого переводится слово αγγριση? — раздражение, возбуждение — ακάταρτος — μετονομάζω — εξαπλασίασμός — σφούγγισμα — αδικοθανατίζω — πολυψήφιος — αδιακήρυκτος — σουραύλι — ανθρακόχρους — μάγειρος — αδυσώπητος — ρασιστικός — περίγειο — εξαπλώσιμος — εγκάρδιος — αντεργατικός — βικάριος — καινοζωικός — στενοπορία — μπατσίζω — νεραντζιά |
|||