|
το 1) таращение глаз; 2) пучеглазие #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово таращение глаз? — γούρλωμα как на (ново)греческом будет слово пучеглазие? — γούρλωμα как с (ново)греческого переводится слово γούρλωμα? — таращение глаз, пучеглазие — κυλίω — σιαλώ — αποστατικός — διασώστρια — βυζαντινολογία — κατακλινόμενος — πλατιά — άρθρωση — μεταλαμπάδευσις — αμετακινησία — ωμοπλατιαίος — έμνοστος — πεισμονή — ναύκληρος — φλεβικός — πεντακοσιόδραχμο — ανατριβή — κερδομανής — αισθησιακός — δημοτική — ελαφρόνους |
|||