Новогреческий словарь
ταχύπτερος
ταχύπτερ|ος
быстрокрылый
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
быстрокрылый
? —
ταχύπτερος
как с
(ново)греческого
переводится слово
ταχύπτερος
? — быстрокрылый
#
(ново)греческий словарь
—
αθλομανία
—
διυλισμένος
—
κελαϊδώ
—
δεκάμετρος
—
παροξύτονος
—
βαμένος
—
ζώγρηση
—
αποσοβώ
—
γαλακτοκόμος
—
ψευτομάρτυρας
—
αφιλανθρωπία
—
σκίουρος
—
κομματίδιο
—
ενσφήνωση
—
δευτέρωμα
—
ανδράδελφη
—
πόδας
—
σκιαμαχώ
—
ριγανάτος
—
ευφόρητος
—
κνίζω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве