Новогреческий словарь
επικυρωμένος
επικυρωμένος
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
επικυρωμένος
? —
#
(ново)греческий словарь
—
τσέρκι
—
φουλάρι
—
ευλογία
—
βακχανάλια
—
ανάδευμα
—
τραγουδιστικά
—
αιμοπλαστικός
—
ξέφραγος
—
δίδομαι
—
μακρονός
—
τοπάρχης
—
ομαδάρχης
—
έλασμα
—
ενενηκοντούτις
—
ευήνεμος
—
βούκκα
—
γραβιέρα
—
στερούμαι
—
ξιφοδιδάσκαλος
—
πιστεύω
—
δευτερογενής
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве