Новогреческий словарь
διορθωτήρας
διορθωτήρας
(-ήρος) мор.
уничтожитель девиации
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
уничтожитель девиации
? —
διορθωτήρας
как с
(ново)греческого
переводится слово
διορθωτήρας
? — уничтожитель девиации
#
(ново)греческий словарь
—
πεντακοσιοστό
—
δεοντολογία
—
νοτισμός
—
δραματάκι
—
γιαπί
—
οικονομολογία
—
υπνωτιστικός
—
χουβορνταλίκι
—
επαρκώς
—
απονενοημένος
—
δακτυλοδεικτουμαι
—
χιονοδρόμος
—
κατάρρευση
—
υποδιαιρώ
—
αναιτιώδης
—
απίκραντος
—
ακτινοβολώ
—
κότσιαλο
—
μουγκοφυσάω
—
προσιτήριο
—
καμουφλάζ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве