|
(-ήρος) мор. уничтожитель девиации #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово уничтожитель девиации? — διορθωτήρας как с (ново)греческого переводится слово διορθωτήρας? — уничтожитель девиации — ξυράφι — περισκαφή — στεατοπυγικός — αλλοιώσιμος — προσμονή — τσιμπίδι — αλευριά — ακανθυλλίς — αεριόμετρο — ξεπασσάλωμα — γρηγορόσημο — μαστοειδεκτομή — δυσθυμώ — βλαισότητα — στρατηγική — ιστιοπλοϊκός — σμπάρος — ζωγράφα — νευρώδης — καθεξής — ανατοποθετώ |
|||