|
η склонность к исследованиям, пытливость #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово склонность к исследованиям? — ερευνητνκότητα как на (ново)греческом будет слово пытливость? — ερευνητνκότητα как с (ново)греческого переводится слово ερευνητνκότητα? — склонность к исследованиям, пытливость — ολόρθος — θερμοχωρητικότητα — αιχμή — κοζάκος — καχεκτικότητα — εκτραχηλίζομαι — βίρα — Σκαρλάτος — πλοήγηση — έτυμο — αργυρομάχαιρο — συρρέω — καλάμι — ταπητουργία — διατρέχοντα — ενσφράγιση — διυλισηκός — σκόπιμος — ευρωστία — αποξηραμένος — σκιτσογράφος |
|||