|
ο 1) возчик, извозчик; 2) ирон. «извозчик» (о неумелом водителе) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово возчик? — αραμπατζής как на (ново)греческом будет слово извозчик? — αραμπατζής как на (ново)греческом будет слово извозчик? — αραμπατζής как с (ново)греческого переводится слово αραμπατζής? — возчик, извозчик, извозчик — μοιραίος — τερτίπι — ίνδαλμα — παλιόκορμο — αναπλειστηριασμός — μεταξοβιομηχανικός — λαιμόπονος — ανεμοσκορπίδια — βαθυσέβαστος — ζητιανεύω — ζατσίντο — διαμοίρασμός — αδελφοσύνη — κοχλιουλκός — οζογαλή — εκδέρω — χασμουρητό — στολαρχίς — τελειότητα — ριζώννομαι — πολωνός |
|||