Новогреческий словарь
όρχος
όρχος
ο воен.
парк; склад
;
~ πυροβολικού — артиллерийский парк
;
~ αυτοκινήτων — автопарк
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
парк
? —
όρχος
как на
(ново)греческом
будет слово
склад
? —
όρχος
как с
(ново)греческого
переводится слово
όρχος
? — парк, склад
#
(ново)греческий словарь
—
συγγενής
—
γεννιέμαι
—
εκβλάστημο
—
σκλάβωμα
—
επαργορώνω
—
διπλωμάτισσα
—
γουρουνοβοσκός
—
παρατραβώ
—
ναυαγοσώστης
—
αναλώνομαι
—
Μαυροβουνιώτισσα
—
ήπιος
—
γαλβανοστεγία
—
προσποιούμαι
—
γρίιτσα
—
ακαυστος
—
ταραχώδης
—
ιερά
—
σωβινίστρια
—
πεσιμιστικός
—
γιρούσι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,