|
ο тот(__,__) кто варит асфальт #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово тот, кто варит асфальт? — πισσωτής как с (ново)греческого переводится слово πισσωτής? — тот, кто варит асфальт — αερόθερμο — πλαστοπροσωπία — πλαστογράφος — υπανδρεύομαι — υδρομετρικός — ακόμψευτος — πλαστός — επενδυτικός — δρόσισμα — χορτάρι — απέ — υπεισήχθην — προφταίνω — διακοίνωση — παράσιτο — δυσκοιλιότητα — απεριόριστος — ανδραγάθημα — κουζινιέρα — κατά — λιογέννητος |
|||