|
неудобоваримый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово неудобоваримый? — δύσπεπτος как с (ново)греческого переводится слово δύσπεπτος? — неудобоваримый — δερματολογία — αποσκοτώνω — προσανάβαση — παντελόνι — πρωτινός — αναφύτευση — ξυστός — μαγκάλι — αραποβλογιά — εκτόπλασμα — ματόκλαδο — εκφυλίζομαι — αγωγνάτικα — αντιπαθητικός — μουστακοδέτης — εκδίδομαι — μπογιατίζω — καλοκαιριάτικος — εμβελές — αγγαρεία — εβραΐζω |
|||