|
αόρ. от τρώγω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово έφαγα? — — συνδυαστικός — θελξικάρδιος — στρεβλότητα — μπεγλεράω — πρωτεξάδελφος — περικόβω — θρομβοκυττάρωση — τσιρότο — λιθόχτιστος — βουρλισμένη — ευθύγραμμος — μπρουνελιά — φαυλοκρατία — δυάδα — αστέρας — δανειακός — λέμφωμα — εμφαίνομαι — φαρμακοτρίφτης — περιπατητικός — πυρπολητής |
|||