ορφανίζω

формы словаβ
ορφανίζω



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово ορφανίζω? —


περικυκλώνωμυζηθρόπιττααμακατζίκοςαρύλογοςαυγινόςστρεπτόςσεληνοτροπισμόςπαρακελευσματικόςκοτσάνιεπιδιδυμίςκατα-λάθυροςγυνήμοντερνιστήςομόγνωμοςδημοκρατικότηταξυστήρμπουκέττουποστυλώνωδίκοχοσιδεροδέσμιος




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit