|
воен. вести позиционную войну #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вести позиционную войну? — τοπομαχώ как с (ново)греческого переводится слово τοπομαχώ? — вести позиционную войну — μεγαλεπήβολος — αδρότητα — αγνοούμενος — αχυροκάλυβο — ρακοκάζανο — ωριαίος — δεοντολογία — περιφραστικά — σπείρωμα — κεφαλαλγία — πλασάρισμα — εκμηχανισμός — ημιτριώροφος — δαιμονίζομαι — απόσμηξη — ελικοτομία — επαναπατρίζω — προσδόκιμα — πρόμαχος — εξωστήρ — δασωτός |
|||