|
минировать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово минировать? — ναρκοθετώ как с (ново)греческого переводится слово ναρκοθετώ? — минировать — αναισθητώ — κατασπαράσσω — σκευάζω — μεταμορφωσιγενής — ανακατατάσσομαι — δυσκοίλιος — ηλεκτραρνητικός — γκαϊβός — ανησυχαστικά — αμεριμνησία — ωρίμαση — εξετάζω — κουμπούρας — χάχανο — ενδιαφέρον — αμφίστροφος — κοντομύτης — μπανέλλα — φώτισμα — σουρομαδώ — σταχολογώ |
|||