Новогреческий словарь
συνοδηγήτρια
συνοδηγήτρια
η 1)
провожатая
;
2)
спутница
;
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
провожатая
? —
συνοδηγήτρια
как на
(ново)греческом
будет слово
спутница
? —
συνοδηγήτρια
как с
(ново)греческого
переводится слово
συνοδηγήτρια
? — провожатая, спутница
#
(ново)греческий словарь
—
ευχυμία
—
αμεταμέλητος
—
κατευνάζω
—
ελληνοφοβίο
—
σπουδαιολογία
—
μονόδραχμος
—
δούλη
—
απολίπανση
—
κονφεττί
—
ξαναζεσταίνω
—
μπεκάτσα
—
αμυχή
—
σκοτεινάδα
—
έφαλσις
—
αγωνοθεσία
—
μπεκροκανάτας
—
αδελφογαμία
—
προγυμναστήριο
—
ταμιευτήριο
—
δωροδότης
—
απολυμαντήριο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве