|
градуировать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово градуировать? — βαθμονομώ как с (ново)греческого переводится слово βαθμονομώ? — градуировать — επιτιμητής — μήτηρ — εξοτμιστικός — ζωέμπορος — εξαρτύομαι — αναθυμώ — μαγκατζής — ροχάλισμα — ασυμφωνία — υποδαύλιση — μιμόρχημα — αναχωρητικός — αγγειοδιασταλτικό — ελληνότροπος — καλόπαιδο — αναντιπροσώπευτος — ανθοβολία — χωρίστρα — γνεφολογώ — μaιευτήριο — εξήρα |
|||