|
(~εως) η мед. увеличение щелочного резерва крови #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово увеличение щелочного резерва крови? — αλκάλωσις как с (ново)греческого переводится слово αλκάλωσις? — увеличение щелочного резерва крови — ακουβάλιστος — μικροκλεψιά — επίκρουση — εξιλέωμα — σπόρτσμαν — στόλιση — παρεισδύω — ψαρόμυαλος — φαλαινίτσα — αρκώ — άφθονα — μικροπρέπεια — βατσινάρω — αρτιμελής — αργυροκάγκελλο — λατρεία — εξαγόμενο — παρέλευση — μεταξοτυπία — ανέροχα — βοσκάω |
|||