|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово Ενετία? — — γαλατοκρέμμυδο — κερένιος — γκρεμνά — ενυποθηκεύω — αζαχάρωτος — τσίριγμα — ακαρτερησία — αναμαζωξάρης — νομογραφία — ξακόσια — πτύελο — άγρωστιδα — πτητικότητα — κανονάρχης — Νοέμβριος — συγκροτώ — χωρογραφικός — ναύαρχος — αρωματοποιία — βεβαίωση — θυμωτσιάρης |
|||