|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово τσελιγκάτο? — — αδαημοσύνη — επιχαίρω — δισκοβολώ — αφοπλίζω — παραπονιέμαι — σφύριγμα — ποντικοφάρμακο — στουμπάνισμα — ακοιμησιά — σούρτα-φέρτα — κρυφτός — διδακτορικός — γουνάκι — κακομιλώ — πουρί — δεισιδαίμονας — αντιμιλιά — ταχύνους — ηλεκτραρνητικότητα — γαρυφαλέλαιον — ένστρωση |
|||