|
тенелюбивый (о растениях) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово тенелюбивый? — σκιόφιλος как с (ново)греческого переводится слово σκιόφιλος? — тенелюбивый — εισόδημα — οινομετρία — αμπελώδης — ξυλογνωσία — πτερώνω — αιγοκλέπτης — νταής — Ρουμελιώτης — γνωμοδότηση — συνταυτιστικός — ενσυνείδητος — απολυσώνας — χαλκοσίνης — γύψωση — κουτσομπολίστικα — συμφωνικός — συνεύρεσις — κτίση — στραγγίζω — θαλασσομαχητό — κεραμιδένιος |
|||