|
жевать; === ~ τά λόγιο μου — говорить невнятно, бормотать; мямлить #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово жевать? — ξερομασώ как с (ново)греческого переводится слово ξερομασώ? — жевать — περίχαρος — ανέφαγος — ξυλουργική — πηγάδι — επισυναλλαγμοτική — αλεκτρυονομαχία — αυτοανακηρυσσόμενος — πάσσαλος — διακόνημα — καψουρεύομαι — ψειριασμένος — κτηνωδία — εξαδυνατώ — προσωρινότητα — ζιρκόνιο — άμπας — εμμηνορροώ — εξαγωνικός — εκμεταλλευτικός — πιρούνιασμα — ερειστικός |
|||