Новогреческий словарь
κερατοειδής
κερατοειδ|ής
роговидный
;
ο ~ (χιτών) — анат. роговица
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
роговидный
? —
κερατοειδής
как с
(ново)греческого
переводится слово
κερατοειδής
? — роговидный
#
(ново)греческий словарь
—
φιλόνομος
—
προπάτορας
—
θεοδύναμος
—
ξεναγέτης
—
λαμπρεύω
—
απάχισσα
—
ξεμυαλίζομαι
—
γιαχνιστός
—
γλυκαισθησία
—
φροντιστηριακός
—
γυροσκοπικός
—
αποστεγάζω
—
πρόστηση
—
ξέφτισμα
—
ακλόνητος
—
προεικάζω
—
απλησίοστον
—
αμμωνάλη
—
χειρονομώ
—
λαμπρότητα
—
μπερεκέτι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве