|
το 1) галлон (= 4,546 л); 2) бутыль (емкостью 3,2 л) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово галлон? — γαλλόνι как на (ново)греческом будет слово бутыль? — γαλλόνι как с (ново)греческого переводится слово γαλλόνι? — галлон, бутыль — χαμοθεός — λεπτόκοκκος — αλεπτολόγητος — γκαρσόνι — δικαστηριακός — προεξοφλητής — δευτέρωση — νομιμόφρονας — πελέκημα — αρρόγιαστος — σουρωτός — ξαντό — γλωσσίδι — βωλοκοπιά — γεωτρητικός — ασεμνολόγος — παριστώ — ηθητήρας — νύχι — καρδιοτονωτικός — πυροφωσφορικός |
|||