|
единогласно; единодушно #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово единогласно? — ομοθυμαδόν как на (ново)греческом будет слово единодушно? — ομοθυμαδόν как с (ново)греческого переводится слово ομοθυμαδόν? — единогласно, единодушно — οδοιπόρος — κρυφοκοίταγμα — αεροτόπι — εξαγκυρίζω — αντιπέραθε — κατακριτέος — μαξιλλάρι — σκιαγραφία — βεργινάδα — εγγλεζομαθημένος — χρυσορράπτρια — ξανάφτω — ψάχαλο — αισχροκερδώ — οφειλέσιο — κάσσα — τεσσαράγκωνος — βραγιά — ισάριθμος — ξαπολνώ — σμηνίτισσα |
|||