Новогреческий словарь
γατήσιος
γατήσι|ος
прям., перен.
кошачий
;
~α χάρη — кошачья грация
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
кошачий
? —
γατήσιος
как с
(ново)греческого
переводится слово
γατήσιος
? — кошачий
#
(ново)греческий словарь
—
αυτομαγνήτισμός
—
δημοκρατισμός
—
ανασαλεύω
—
περιχαρακωμένος
—
εποχικότητα
—
διέζευξα
—
ηλιθιώδης
—
τεμπελιά
—
αναθρεπτήρας
—
απορρυθμίζω
—
κλισέ
—
καταδιώκουσα
—
μαονένιος
—
καλουπώνω
—
ζάντα
—
οδοστρωσία
—
βουλητικός
—
ροταριανός
—
μπάμπω
—
εξαπτέρυγος
—
επίκλειστρον
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве