Новогреческий словарь
γλωσσοφόρος
γλωσσοφόρ|ος
зоол.
хоботный
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
хоботный
? —
γλωσσοφόρος
как с
(ново)греческого
переводится слово
γλωσσοφόρος
? — хоботный
#
(ново)греческий словарь
—
στράτευμα
—
ιεροφάντις
—
σιώπηση
—
απέραντος
—
γναφικός
—
λουφάρι
—
ακομψία
—
ελαφροπαίρνομαι
—
αυτοκαλλιέργεια
—
παραπέμπω
—
χάνος
—
διάβαση
—
έχτρα
—
τρίκροτο
—
διαμαντοκόλλητος
—
παρασημαίνω
—
μποκάλι
—
γαστρολογία
—
μαροκίνο
—
γαύριασμα
—
εμπορορρόπτης
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве