|
το 1) доход; 2) урожай #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово доход? — σόδημα как на (ново)греческом будет слово урожай? — σόδημα как с (ново)греческого переводится слово σόδημα? — доход, урожай — καθήκης — διαβολέας — βουργάρικα — αυλοειδής — φαρμακολογία — εκπολιτίζω — ανθρωπισμός — απώτατος — γογγύζω — μπαστουνιά — κατοικιό — χειροποίητος — εξηκριβωμένος — μεθυλαλκοόλη — οδοντογιατρός — σπάζω — εγκαθιστώ — απόπιομα — κεφαλαιοκρατικός — Μ — ανάμικτος |
|||